- ταξίφυλλος
- ταξίφυλλος [ῐ], ον,A with leaves set in rows, Thphr.HP1.10.8, prob. in 3.18.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταξίφυλλος — ον, Α (για φυτά) αυτός τού οποίου τα φύλλα εκφύονται με τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + φυλλος (< φύλλον)] … Dictionary of Greek
ταξίφυλλα — ταξίφυλλος with leaves set in rows neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξιφυλλοτέρα — ταξιφυλλοτέρᾱ , ταξίφυλλος with leaves set in rows fem nom/voc/acc comp dual ταξιφυλλοτέρᾱ , ταξίφυλλος with leaves set in rows fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek